κατορύσσω — (ΑΜ κατορύσσω, Α αττ. τ. κατορύττω) σκάβω τη γη και θάβω κάτι μέσα σ αυτήν, σκάβω λάκκο και χώνω κάτι μέσα σ αυτόν («τοὺς δὲ ἀνοσίους... εἰς πηλόν τινα κατορύττουσιν ἐν Ἅιδου», Πλάτ.) μσν. αρχ. αποσιωπώ, αποκρύπτω («κατορύττειν καὶ ἀνορύττειν τῷ… … Dictionary of Greek
κατορύξουσιν — κατορύσσω bury aor subj act 3rd pl (epic) κατορύσσω bury fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κατορύσσω bury fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) κατορύ̱ξουσιν , κατορύσσω bury aor subj act 3rd pl (epic) κατορύ̱ξουσιν ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατορύξω — κατορύσσω bury aor subj act 1st sg κατορύσσω bury fut ind act 1st sg κατορύ̱ξω , κατορύσσω bury aor subj act 1st sg κατορύ̱ξω , κατορύσσω bury fut ind act 1st sg κατορύσσω bury aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) κατορύ̱ξω , κατορύσσω bury aor ind … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατορύσσετε — κατορύσσω bury pres imperat act 2nd pl κατορύσσω bury pres ind act 2nd pl κατορύ̱σσετε , κατορύσσω bury pres imperat act 2nd pl κατορύ̱σσετε , κατορύσσω bury pres ind act 2nd pl κατορύσσω bury imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) κατορύ̱σσετε ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατορύσσῃ — κατορύσσω bury pres subj mp 2nd sg κατορύσσω bury pres ind mp 2nd sg κατορύσσω bury pres subj act 3rd sg κατορύ̱σσῃ , κατορύσσω bury pres subj mp 2nd sg κατορύ̱σσῃ , κατορύσσω bury pres ind mp 2nd sg κατορύ̱σσῃ , κατορύσσω bury pres subj act 3rd… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατορύττετε — κατορύσσω bury pres imperat act 2nd pl (attic) κατορύσσω bury pres ind act 2nd pl (attic) κατορύ̱ττετε , κατορύσσω bury pres imperat act 2nd pl (attic) κατορύ̱ττετε , κατορύσσω bury pres ind act 2nd pl (attic) κατορύσσετε , κατορύσσω bury imperf… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατορύττῃ — κατορύσσω bury pres subj mp 2nd sg (attic) κατορύσσω bury pres ind mp 2nd sg (attic) κατορύσσω bury pres subj act 3rd sg (attic) κατορύ̱ττῃ , κατορύσσω bury pres subj mp 2nd sg (attic) κατορύ̱ττῃ , κατορύσσω bury pres ind mp 2nd sg (attic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατορυσσομένων — κατορύσσω bury pres part mp fem gen pl κατορύσσω bury pres part mp masc/neut gen pl κατορῡσσομένων , κατορύσσω bury pres part mp fem gen pl κατορῡσσομένων , κατορύσσω bury pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατορυσσόμενον — κατορύσσω bury pres part mp masc acc sg κατορύσσω bury pres part mp neut nom/voc/acc sg κατορῡσσόμενον , κατορύσσω bury pres part mp masc acc sg κατορῡσσόμενον , κατορύσσω bury pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατορυσσόντων — κατορύσσω bury pres part act masc/neut gen pl κατορύσσω bury pres imperat act 3rd pl κατορῡσσόντων , κατορύσσω bury pres part act masc/neut gen pl κατορῡσσόντων , κατορύσσω bury pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)